φιλόθρεψ

φιλόθρεψ
ὁ, Α
προσφιλές υιοθετημένο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. λ. με α' συνθετικό φιλ(ο)-* και δυσερμήνευτο β' συνθετικό -θρεψ, το οποίο ανάγεται πιθ. στο θ. θρεπ- τού ρ. τρέφω (πρβλ. θρεπ-τικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”